Του Κίτσου τα Παράπονα

Χρίστος Λεων. Κωστιάνης


 

Δίπλα στη ρεματιά

σε ένα μικρό πεζούλι

στη μία μεριά ένα τραχτέρ

στην άλλη ένα γαϊδούρι.

 

Το πλησιάζει ο γάιδαρος

και το καλωσορίζει

κι απ τη χαρά του την πολύ

αρχιζει να γκαρίζει.

 

Βαζει τ αυτιά κατά μπροστά

και το καλοκοιτάει

και με τη γαϊδουρόγλωσσα

ευγενικά μιλάει.

 

«Καλή σου μέρα φίλε μου

τόσο που σε θαυμάζω

και δε χορταίνω μα το ναι

τόσο να σε κοιτάζω.

 

Τόσο πολύ που χαίρομαι

που ‘σαι συγκάτοικός μου

και πίστεψέ με σ’ αγαπώ

σαν να ‘σαι αδελφός μου.

 

Θαυμάζω και το μπόι σου

μα και τη δύναμή σου

το σιδερένιο σου κορμί

την τόσο προκοπή σου.

 

Τα στρογγυλά ποδάρια σου

κούραση δεν τα πιάνουν

κι ανήφορο κατήφορο

ισώματα τα κάνουν.

 

Τα μάτια τα μεγάλα σου

αν και γυαλιά φοράνε

λάμπουνε μέσα στη νυχτιά

σαν μέρα τη φωτάνε.

 

Ότι δουλειά σου δώσουνε

με προθυμία τρέχεις

ποτέ σου δεν αρνήθηκες

δεν ξέρω πως αντέχεις.

 

Δένουν καρότσι πίσω σου

και το βαρυφορτώνουν

ούτε τριάντα γάιδαροι

μαζί δεν το σηκώνουν.

  

Και το τραβάς ξοπίσω σου

σαν αχυρένιο να ‘ναι

τα πόδια σου δεν κόβονται

ούτε πλευρά πονάνε.

 

Ακούραστος αγαπητέ

ποτέ σου δεν ιδρώνεις

όσα φορτία κι αν τραβάς

όσα και να σηκώνεις.

 

Άλλοτ’ αλέτρι δένουνε

ινία μία τρακάδα

και δέκα τόσες αυλακιές

ανοίγεις στην αράδα.

 

Σανό δε σε ταίζουνε

νερό δεν σε ποτίζουν

ούτε σε ματσουκώνουνε,

ούτε σε σκυλοβρίζουν.

 

Δε σ’ έχω δει τη φούσκα σου

ποτέ να την αδειάζεις

ούτε φουσκιά ξοπίσω σου

ποτέ σου ν’ αραδιάζεις.

 

Και βρίσκομαι σε δίλημμα

πως να σε πω δεν ξέρω

να είσαι τάχα αδελφός

η αδελφή να ξέρω.

 

Νομίζω είσαι αρσενικό

από τη δύναμή σου

γίγαντας είσαι φοβερός

το λεει η ψυχή σου.

 

Ότι και να’ σαι ξέρε το

εγώ θα σ’ αγαπάω

γιατί έχω κάποιον δίπλα μου

δικό μου να μιλάω.

 

Και να σου πω τον πόνο μου

τα τόσα βάσανά μου

που τα κρατάω μέσα μου

και καίγετ’ η καρδιά μου.

 

Να δεις το τι μου έκανε

Αυτό τ’ αφεντικό μου

Μου έχει λύσει όπως λεν

Που λες τον αφαλό μου.

  

Να σε κουράσω βέβαια

δεν το ζητώ στ’ αλήθεια

αλλά να τα ‘χω δεν μπορώ

κλεισμένα μες στα στήθια.

 

Μου έβαλαν πέταλα καρφιά

στα νύχια μ’ από κάτω

με κάνανε το φουκαρά

παπουτσωμένο γάτο.

 

Με λαιμαριές με ζέψανε

καπίστρια και λουριά

και το αλέτρι τράβαγα

ν’ ανοίξω αυλακιά.

 

Κι αν κάνω να κοντοσταθώ

λίγο να ξαποστάσω

τη φούσκα που ‘χω μέσα μου

με το νερό ν’ αδειάσω.

 

Φωνάζει το αφεντικό

μ’ αυτό δεν είναι όλο

και τσουχτερή μου κοπανά

μία βιτσιά στον κώλο.

 

Σαμάρι μου φόρεσε

στη ράχη μου επάνω

την ίγκλα έσφιγγε πολύ

τρόμαξα ν’ ανασάνω.

 

Πλατιά μπαλτούμια τα κρατούν

εις τα οπίσθιά μου

και μπροστελίνα στα εμπρός

μου σφίγγουν την καρδιά μου.

 

Και ανεβαίνει απάνω μου

και σεργιανά καβάλα

και με τρυπά με το σουβλί

ν’ αρχίσω την τρεχάλα.

 

Διπλό το καπιστρόσκοινο

χτυπάει την κοιλιά μου

και κάπου-κάπου με χτυπά

πάνω στα λαγαρά μου.

 

Με τα σπιρούνια με τρυπά

πιο γρήγορα να τρέχω

γαϊδάρου έχω υπομονή

μα άλλο δεν αντέχω.

Τραβάω δύο τρεις τσινιές

κι απότομα γυρίζω

και τον αφέντη στα νερά

στις λάσπες τον γκρεμίζω.

 

Επήρα δρόμο κι έφυγα

προτού να με αρπάξει

με φορτωτήρα αγρκιθωτή

τα φώτα μου αλλάξει.

 

Γύρισα στο σπίτι μας

και στην αυλή μας μπαίνω

και στην κυρά που έπλενε

στο πλάι της πηγαίνω.

 

Απ’ το καπίστρι με κρατά

χαϊδεύει το λαιμό μου

κι αναρωτιέται τι έγινε

που είν’ τ’ αφεντικό μου.

 

Κατά φωνή και.... άνθρωπος

λιοντάρι αγριεμένο

έφτασε και τ’ αφεντικό

στη λάσπη βουτηγμένο.

 

Κοιτάζ’ εμέ κοιτάζ’ αυτήν

και ξέσπασε στα γέλια

κι άρχισαν τους χαριεντισμούς

κι αρχίσανε τα γέλια.

 

Τον πήγε μες την κάμαρα

τα ρούχα του να βγάλει

κι ύστερ’ απ’ ώρα αρκετή

ξαναβγήκαν πάλι.

 

Με γέλια βγαίν’ αυτή κρατά

ρούχα τα λασπωμένα

κι αυτός δεμάτι με σανό

το έφερε για μένα.

 

Με ξύλα με φορτώνανε

κλαριά που με τρυπούσαν

μακριά που φθάναν στην κοιλιά

και με γαργαντιλούσαν.

 

Καντρόνια με φορτώνανε

απ’ το βουνό επάνω

και κατεβαίνω στην πλαγιά

και το μυαλό μου χάνω.

  

Φορτίο ζέστη φοβερή

που καιει το κορμί μου

κι από τη δίψα μου θαρρώ

πως θα βγει η ψυχή μου.

 

Όλα αυτά δε μ’ έφταναν

με έπιασε η μύγα

μυγιάστηκα ο φουκαράς

για την κακή μου μοίρα.

 

Τρελάθηκα και πήδαγα

χτυπούσα το κουδούνι

και έσερνα τη μύτη μου

στο χώμα σαν γουρούνι.

 

Έτρεξε το αφεντικό

και τον ντορβά μου βάζει

μ’ αυτός αστείο το ‘κανε

πάλι τα γέλια βάζει.

 

Χέρια να ‘χα με δάχτυλα

κοντά σαν τον ζυγώσω

μούντζες μέσα στα μάτια του

πολλές για να του δώσω.

 

Και να του πω βρε μασκαρά

γελάς όταν πονάω

πάρε λοιπόν τα φάσκελα

για να μη στα χρωστάω.

 

Στο θέρο με φορτώνουνε

δεμάτια κουβαλάω

και μια μουτσούνα μου φορούν

καμιά χεριά μη φαω.

 

Εκεί στο δρόμο που τραβώ

γαϊδούρα συναντάω

γάιδαρος είμαι ευγενής

τρέχω και της μιλάω.

 

Λιγάκι μυριστήκαμε

τη φίλησα στα χείλη

μα με βουτάει τ’ αφεντικό

και μ’ έκανε ρεζίλι.

 

Και μ’ ένα παλιομάτσουκο

αγρίως με χτυπάει

επάνω στα καπούλια μου

κι εκεί που με πονάει. 
 

Ορκίζομαι να εκδικηθώ

μα πάλι μετανιώνω

σαν με χαϊδεύει η Κυρά

σαν το κεράκι λιώνω.

 

Βλέπεις είν’ η Κυρά καλή

γι’ αυτό του τα χαρίζω

μα για να βγάλω τ’ άχρι μου

όταν τον δω γκαρίζω.

 

Εκείνη μου καλομιλά

και με καλοταΐζει

κι από τη βρύση το νερό

φέρνει και με ποτίζει.

 

Γεμίζει πάντα τον ντορβά

με βρώμη, με κριθάρι

άχυρο βάνει και σανό

στο παλιοπολυτάρι.

 

Μου βγάζει το σαμάρι μου

και με διπλοξυρίζει

και με πετσέτα καθαρή

ύστερα με σκουπίζει.

 

Και στη γιορτή του Αϊλιά

πάμε στο εκκλησάκι

στολίζει το σαμάρι μου

σεντόνι στρωματάκι.

 

Το χαϊμαλί στο μέτωπο

και χάνδρες μου φοράει

και φούντες στο καπίστρι μου

λες για γαμπρό με πάει.

 

Κι εγώ για το χατίρι της

όλους τους προσπερνάω

κι αραβανίζω όμορφα

στα νύχια περπατάω.

 

Όταν τελείωσ’ η εκκλησιά

στο γυρισμό τη φέρνω

καμαρωτά και γρήγορα

ούτε βιτσιά δεν παίρνω.

 

Σαν φθάνομε στο σπίτι μας

ο αφέντης με κοιτάζει

πως μοιάζω λεει μασκαράς

κι αρχίζει να γελάει. 

 

Βγάζει τα χαντρολαίμια μου

τα χαϊμαλιά, τις φούντες

μου ‘ρχεται να του δώσω μια

να πάρει δέκα τούμπες.

 

Με φόρτωσε και με φουσκιά

στη Γόγγενα με πάει

αυτός η γίδα και τ’ αρνί

πίσω μ’ ακολουθάει.

 

Φθάσαμε τώρα κι έρχεται

το φορτίο ξεφορτώνει

και με σκοινί τα πόδια μου

δένει με πεδουκλώνει.

 

Την παροιμία μου πετά

κάλλιο γαϊδουρόδενε

παρά γαϊδουρογύρευε

και μένα με κορόιδευε.

 

Πως να βοσκήσ’ ο φουκαράς

που ‘μαι πεδουκλωμένος

δε φθάνω βλέπεις τη βοσκή

κι είμαι ξελιγωμένος.

 

Ήλθε το εγγονάκι τους

πρώτη φορ’ απ’ την Πόλη

με τη μαμά και το μπαμπά

γιατ’ είχαν λεει σκόλη.

 

Στην αγκαλιά τον κράταγαν

και στην αυλή γυρίζουν

να δουν τη γίδα και τ’ αρνί

κότες που κακαρίζουν.

 

Ήλθανε και σε μένανε

και λεν στον κανακάρη

αυτός εδώ είναι που λεν

γάιδαρος με σαμάρι.

 

Γελάσανε ειρωνικά

μ’ έπιασαν τα διαβόλια

τους άδειασα τη φούσκα μου

και τ’ άντερά μου όλα.

 

Ήλθανε και με λύσανε

σεργιάνι για να πάμε

κι ένας μετά τον άλλον

για να με καβαλάνε. 

 

Θύμωσα και τσούλωσα

τ’ αυτιά μου με φοβέρα

και δυο τσινιές απόλυσα

για φόβο στον αέρα.

 

Ήσυχο με αφήσανε

να κάνω τη δουλειά μου

μα μου ‘πανε επίθετα

δια τη γαϊδουριά μου.

 

Καλός αν είσαι φίλε μου

όλοι τους σε τραβάνε

και η αργά η γρήγορα

όλοι σε καβαλάνε.

 

Τα βάσανα είναι πολλά

θα ‘θελα μια βδομάδα

αν ήτανε να σου τα πω

όλα με την αράδα.

 

Του κάνω όλες τις δουλειές

μα δεν τ’ αναγνωρίζει

κι αντί να πει ευχαριστώ

με δέρνει και με βρίζει.

 

Δεν έχει πάνω τ’ ανθρωπιά

αγαπητέ καμία

κύριο τον φωνάζουνε

τι κρίμα κι αδικία.

 

Ωσάν το σκύλο με κλωτσά

με μίσος και με φούρια

κι αυτόν τον λένε άνθρωπο

κι εμάς μας λεν γαϊδούρια.

 

Ποτέ του δεν με πάντρεψε

για να χαρώ λιγάκι

ν’ αφήσ’ έναν απόγονο

κανένα γαϊδουράκι.

 

Ν’ αφήσω κάποιον πίσω μου

να ‘ρχεται να δακρύζει

στον τάφο του πατέρα του

λιγάκι να γκαρίζει.

 

Να μην πεθάνω άκληρος

και με κατηγορούνε

και οι γαϊδούρες χίλια δυο

κουσούρια να μου πούνε. 

 

Και του παραπονέθηκα

τ’ αφεντικού μια μέρα

μου λεει σαν πολλά τα λες

ο νους σου πήρ’ αέρα.

 

Αν με φουσκώσεις στο γιατρό

θα πω να με κοιμίσει

και με νυστέρια κοφτερά

στέρφο να σε αφήσει.

 

Μόνο που το σκέφτηκα

σταμάτησ’ η καρδιά μου

και όλα μαζευτήκανε

κουβάρι στην κοιλιά μου.

 

Έκλεισα πια το στόμα μου

να μη ξαναμιλήσω

και όπως παν τα πράγματα

άκληρος θα ψοφήσω.

 

Ήλθες εσύ σωσίας μου

και πια δουλειά δεν κάνω

ε τώρα στα γεράματα

λιγάκι ν’ ανασάνω.

 

Φαίνεται σ’ έστειλ’ ο Θεός

για να με ξεκουράσεις

χαρούμενος χιλιόχρονος

και την ευχή μου να ‘χεις.

 

Μ’ αυτήν τη φλυαρία μου

φαίνεται εζαλίσθεις

νομίζω σε νανούρισα

κι εσύ αποκοιμήθεις.

 

Δεν ξέρ’ αν με κατάλαβες

ή μ’ άκουσες αλήθεια

μα είπα τα παράπονα

που έκλεινα στα στήθια.

 

Αισθάνομαι τόσο καλά

Και γλάρωσα λιγάκι

Θα πέσω στην κυλίστρα μου

Να πάρ’ ένα υπνάκι.

 

Θε να σε κάν’ εικόνισμα

και να σε προσκυνήσω

και μ’ ένα γκάρισμα τρανό

να σε ευχαριστήσω.

 

 

Χρήστος Λεων. Κωστιάνης

Text Box: